- χειμωνιάζω
- αμετ.1) становиться холодным, суровым;
ο καιρός αρχίζει να χειμωνιάζβι — холодает, начинается зима;
2) απρόσ. наступает зима
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο καιρός αρχίζει να χειμωνιάζβι — холодает, начинается зима;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειμωνιάζω — Ν [χειμώνας] 1. (για καιρό) χαλώ, χειροτερεύω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμωνιάζει αρχίζει ο χειμώνας 3. μτφ. κατσουφιάζω, αγριεύω … Dictionary of Greek
χειμωνιάζω — χειμώνιασα 1. γίνομαι χειμερινός, κατσουφιάζω, αγριεύω. 2. το απρόσ., χειμωνιάζει αρχίζει ο χειμώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειμωνιάζω — 1. ξεχειμάζω 2. βγάζω τον χειμώνα, ζω μέχρι το τέλος τού χειμώνα («δεν θα ξεχειμωνιάσει φέτος ο γέρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χειμωνιάζω] … Dictionary of Greek
χειμώνιασμα — το, Ν [χειμωνιάζω] ο ερχομός τού χειμώνα … Dictionary of Greek